- οραματίζομαι
- предаваться мечтам, мечтать; строить иллюзии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οραματίζομαι — οραματίζομαι, οραματίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οραματίζομαι — (Α ὁραματίζομαι) [όραμα] νεοελλ. 1. βλέπω οράματα, οπτασίες 2. ονειροπολώ για κάτι που ποθώ και αισιοδοξώ ότι θα γίνει, φαντάζομαι («οι νέοι οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο») αρχ. βλέπω, παρατηρώ … Dictionary of Greek
οραματίζομαι — οραματίστηκα 1. βλέπω όραμα, οπτασία, οπτασιάζομαι. 2. κάνω ελπιδοφόρα όνειρα, ελπίζω, αισιοδοξώ: Οραματίστηκε μιαν ένδοξη πατρίδα. 3. καθρεφτίζομαι στα ήσυχα νερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελοθωρώ — οραματίζομαι τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + θωρώ] … Dictionary of Greek
ὁραματισθήσεται — ὁραματίζομαι look fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραματίσθη — ὁραματίζομαι look aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Вардис, Антонис — Антонис Вардис Дата рождения 7 августа 1948(1948 08 07) (64 года) Место рождения Афины Страна … Википедия
ατενίζω — (AM ἀτενίζω) 1. βλέπω κατευθείαν μπροστά, έχω προσηλωμένο το βλέμμα μου κάπου 2. βλέπω με τον νου μου, οραματίζομαι αρχ. 1. είμαι ισχυρογνώμων, επίμονος 2. φρ. «ἀτενίζω τὴν διάνοιαν πρός τι» προσηλώνω την προσοχή μου σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατενής … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
ενοπτρίζω — ἐνοπτρίζω (AM) [ένοπτρον] Ι. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω ΙΙ. μέσ. ἐνοπτρίζομαι 1. καθρεφτίζομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη 2. οραματίζομαι μσν. κοιτάζω, αντικρίζω … Dictionary of Greek
ενυπνιάζομαι — (AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι) (νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι μσν. μέσ. 1. οραματίζομαι 2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω … Dictionary of Greek